This translation was first published on the Indymedia Athens site

.

Σαν δύο σταγόνες νερό

από Marxist-Humanist Initiative 16:34, Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

θεματικές: Οικονομία \ Εργατικά \ Κοινωνική ανυπακοή / Αντιστάσεις

Κείμενο της ομάδας Marxist Humanist Initiative που μοιράστηκε κατά την διάρκεια της ομιλίας του Τσίπρα στο CUNY Graduate Center της Αμερικής τον Ιανουάριο του 2013.

Two peas in a pod (Σαν δύο σταγόνες νερό) (*)

του Andrew Kliman και της Anne Jaclard

Θυμηθήκαμε την έκφραση του τίτλου μας όταν διαβάσαμε τον Micheal Husson και τον Κώστα Λαπαβίτσα, δυο ριζοσπαστικούς οικονομολόγους, που ενεπλάκησαν σε μια διαμάχη για το μέλλον του ευρώ στις σελίδες της περσινής International Viewpoint. Ο Husson επιθυμεί να διασώσει την Ευρωζώνη, ενώ ο Λαπαβίτσας προτείνει στις χρεωμένες χώρες της περιφέρειας να την εγκαταλείψουν. Αλλά, από μια άλλη οπτική, οι απόψεις τους ταυτίζονται πλήρως.

Και οι δυο επιθυμούν την διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους των κυβερνήσεων της Ευρωζώνης το οποίο είναι ανέφικτο να αποπληρωθεί. Και οι δύο αντιτίθενται στην λιτότητα. Κανένας από τους δύο δεν θεωρεί πως η διατήρηση της Ευρωζώνης ή και η έξοδος από αυτήν συνιστούν μια πραγματική λύση απέναντι στην κρίση που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι της Ευρώπης. Συνεπώς και οι δύο προτείνουν μια εισοδηματική αναδιανομή, περισσότερο έλεγχο στο κεφάλαιο, και τουλάχιστον μια μερική κρατικοποίηση του χρηματιστικού τομέα.

Ταυτόχρονα όμως, και οι δύο αναγνωρίζουν πως οι πολιτικές προτάσεις τους είναι μη-ρεαλιστικές. Όπως το θέτει κατ’ευφημισμό ο Husson, οι προτάσεις του “δεν είναι ούτε πιο μακριά ούτε και πιο κοντά από μια ‘έξοδο από το ευρώ’ [που θα ήταν] ωφέλιμη για τους εργαζόμενους”. Ελλείψει μιας κοινωνικής επανάστασης, αυτό που θα καθορίσει το κατά πόσο η Ευρωζώνη θα παραμείνει ενωμένη ή θα διαλυθεί είναι μια σειρά από συνετές αποφάσεις που θα πάρουν ατομικά οι κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα καπιταλιστικά συμφέροντα της Γερμανίας και των χρεωμένων χωρών, και όχι οι προτάσεις δυο ριζοσπαστικών οικονομολόγων. Και όποια και αν είναι η έκβαση της κρίσης στην Ευρωζώνη, οι σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις τους δεν θα αποτελούν μέρος της.

Όσον αφορά στο πιο σημαντικό και άμεσο πρόβλημα –το δημόσιο χρέος των περιφερειακών κρατών της Ευρωζώνης- ούτε ο Husson ούτε και ο Λαπαβίτσας έχουν πολλά να προσφέρουν. Καλούν για την αποκήρυξη ή και την διαγραφή του χρέους, αλλά αδυνατούν να ασχοληθούν σοβαρά με τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο. Ο Λαπαβίτσας υποστηρίζει πως οι κοστολογικές συνέπειες μιας στάσης πληρωμών “δεν μοιάζουν πολύ ουσιαστικές”. Αυτό είναι αλήθεια μονάχα με την περιορισμένη έννοια πως η προθυμία των δανειστών να δανείσουν, καθώς και τα επιτόκια ενός δανεισμού, εξαρτώνται από την συγκεκριμένη οικονομική δυνατότητα μιας χώρας και τις μελλοντικές προοπτικές της, και όχι από το γεγονός πως κήρυξε στάση πληρωμών στο παρελθόν. Αλλά αυτό δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη παρηγοριά για την Ελλάδα. Εάν θέλει να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές στο μέλλον, θα πρέπει να παραιτηθεί από οποιεσδήποτε σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις –σαν αυτές που προτείνουν ο Husson και ο Λαπαβίτσας- και να εφαρμόσει τις ίδιες πολιτικές που επιβάλλει και η Τρόικα τώρα –αν όχι και πιο αυστηρές.

Θα συζητήσουμε τις υπόλοιπες μεταρρυθμιστικές προτάσεις τους παρακάτω. Πρώτα από όλα όμως θέλουμε να ρωτήσουμε: Για ποιό λόγο προτείνουν, τόσο ο Husson όσο και ο Λαπαβίτσας, λεπτομερειακές μεταρρυθμίσεις τις οποίες και οι ίδιοι θεωρούν μη-ρεαλιστικές; Μέρος της απάντησης σε αυτό είναι πως και οι δύο θεωρούν τις προτάσεις τους επιλογές σε επίπεδο «στρατηγικής» και όχι πρακτικές λύσεις. Και οι δυο μοιάζουν να πιστεύουν πως δουλειά τους είναι να προτείνουν κάποια στρατηγική, και μάλιστα μια στρατηγική “για την αριστερά”. Και οι δυο πιστεύουν πως δουλειά της αριστεράς είναι να χρησιμοποιήσει μια τέτοια στρατηγική για να κερδίσει λαϊκή υποστήριξη. Και για τους δύο, ο στόχος όλων αυτών είναι να αλλάξουν οι “συσχετισμοί δυνάμεων”. Η τελευταία αυτή θέση είναι εμφανής τόσο στα κείμενα τους όσο και στην γενικότερη σκέψη τους.

Για τον Husson, οι εν λόγω συσχετισμοί δυνάμεων δεν αφορούν το κεφάλαιο (από την μια πλευρά) και την εργατική τάξη (από την άλλη). Καλωσορίζει τους από-τα-κάτω “αγώνες ενάντια στην λιτότητα” και τα καλέσματα περί “άρνησης πληρωμής του χρέους”, αλλά θεωρεί όλα τα παραπάνω ως “εφαλτήρια για μια αντεπίθεση”. Για να ξεκινήσει αυτή η αντεπίθεση, “εμείς” είμαστε αυτοί που πρέπει να εξασφαλίσουμε “πως η αντίσταση θα ενδυναμωθεί”, “υποστηρίζοντας και διαμορφώνοντας ένα εναλλακτικό πρόγραμμα”. Συνεπώς, η αλλαγή του “συσχετισμού δυνάμεων” που προτείνει είναι προφανώς μια μετατροπή στις ισορροπίες της πολιτικής εξουσίας του υπάρχοντος κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Στόχος του είναι προφανώς να αυξηθεί η πολιτική δύναμη της “αριστεράς” (πιθανότατα των αριστερών πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτων που τα στηρίζουν), σε επίπεδο που θα μπορέσει να εφαρμόσει αυτό το εναλλακτικό πρόγραμμα σε “Ευρωπαϊκό επίπεδο”.

Αντίστοιχα, ο Λαπαβίτσας θέλει “να κινητοποιηθούν [οι κοινωνικές δυνάμεις] που θα υποστηρίξουν” μια στρατηγική όπως αυτή που προτείνει, με στόχο να “δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες που θα επιλύσουν ζητήματα αναδιανομής, ανάπτυξης και απασχόλησης”. “Η καλυτέρευση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών των εργατών”, κατά αυτό τον τρόπο, “θα δημιουργούσε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για μια σοσιαλιστική αλλαγή”. Σε αντίθεση με τον Husson, ο Λαπαβίτσας αναφέρεται στον σοσιαλισμό –αλλά αυτή η αντίθεση είναι περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική, καθώς οι αναφορές του Λαπαβίτσα είναι κενές. Σε ένα κείμενο τουλάχιστον 4,000 λέξεων, ποτέ δεν εξηγεί τι εννοεί με τον όρο “σοσιαλισμός”. Εφόσον αυτός ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το ακριβώς αντίθετο του, ειδικά από Σταλινικούς, δεν πρόκειται περί μιας αμελητέας παράλειψης. Όπως και να έχει, μένουμε με το ερώτημα τι ακριβώς υποστηρίζουν ο Husson και ο Λαπαβίτσας. Και μένουμε με την απορία γιατί πιστεύουν πως ο κόσμος θα υποστηρίξει, ή θα έπρεπε να υποστηρίξει, κάποια στρατηγική της οποίας ο πραγματικός στόχος δεν αποκαλύπτεται.

Αλλά είναι αρκετά προφανές από αυτά που γράφουν πως οι προσεγγίσεις τους είναι αρκετά μακριά από αυτές της Πρώτης Διεθνούς, η οποία υποστήριζε πως “η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας”. Οι προτάσεις τους αφορούν στο τι μπορεί να κάνει η αριστερά για την εργατική τάξη –πολιτικές προτάσεις δηλαδή που είναι ευνοϊκές για την εργατική τάξη και οι οποίες καλυτερεύουν τις συνθήκες τους -, και όχι το τι μπορεί να κάνει η εργατική τάξη για τον εαυτό της. Οι πραγματικοί αγώνες της εργατικής τάξης ενάντια στις απόπειρες να επιλυθεί η κρίση στην Ευρωζώνη εις βάρος της, οι οποίοι έχουν υπάρξει πολύ σημαντικοί και πολύ γενναίοι, απορρίπτονται ως απλό “εφαλτήριο για μια αντεπίθεση”. Δεν θεωρούνται καν ως απαρχή αυτής της αντεπίθεσης, την οποία η αριστερά μπορεί να βοηθήσει.

Με ποιό τρόπο θεωρούμε πως η αριστερά μπορεί να βοηθήσει τους αγώνες από-τα-κάτω; Όχι προσπαθώντας να τους καναλιζάρουν προς μια προσπάθεια δημιουργίας αριστερών κυβερνήσεων, και σίγουρα όχι προσπαθώντας να περιορίσουν την ίδια την δραστηριότητα της εργατικής τάξης και τις προτάσεις της εντός ενός πλαισίου αστικής και κοινοβουλευτικής πολιτικής. Τόσο στα κείμενα του Husson όσο και στου Λαπαβίτσα, τα συμφέροντα και η δραστηριότητα της εργατικής τάξης υποτάσσονται  στα συμφέροντα και την δραστηριότητα της αριστεράς, και όχι ανάποδα. Αυτό είναι ένα ηθικό, καθώς και ένα πρακτικό ζήτημα. Όπως έλεγε και ο Eugene V. Debs, ο σημαντικός αμερικανός συνδικαλιστής και σοσιαλιστής ηγέτης, «οι εργάτες του κόσμου έχουν περάσει υπερβολικά πολύ καιρό περιμένοντας να έρθει ένας Μωυσής να τους οδηγήσει μακριά από την σκλαβιά…εάν μπορεί κάποιος να σας οδηγήσει έξω από αυτήν, μπορεί εξίσου άνετα να σας οδηγήσει και πίσω σε αυτήν.» (δική μας έμφαση).

Η μετατροπή της ρωσικής επανάστασης στο ακριβώς αντίθετο της, και η μετατροπή των Ευρωπαϊκών εργατικών κομμάτων σε αστικά κόμματα –ακόμα και ο Husson αναφέρεται αρνητικά στις «αριστερές» κυβερνήσεις του Παπανδρέου στην Ελλάδα και του Θαπατέρο στην Ισπανία– φανερώνουν πως η προειδοποίηση του Debs ήταν ρεαλιστική. Οι εργαζόμενοι πρέπει να εμπιστευθούν την δική τους δυνατότητα να οργανώσουν τις ζωές τους και να επανιδρύσουν μια κοινωνία πάνω σε καινούριες, ανθρώπινες βάσεις. Οι απόπειρες να εναποθέσουν την μοίρα τους στα χέρια αστών πολιτικών, ακόμα και αυτών που ανήκουν στην αριστερά, καθιστούν την εργατική τάξη παθητική και ανέτοιμη να αντιμετωπίσει οποιεσδήποτε απαραίτητες αλλαγές προς το καλύτερο. Γνωρίζουμε πως η ευρωπαϊκή αριστερά θεωρεί εδώ και πολύ καιρό την αμερικανική εργατική τάξη ως λιγότερο ανεπτυγμένη επειδή δεν έχει το «δικό της» πολιτικό κόμμα. Η Marxist-Humanist παράδοση που δημιούργησε η Raya Dunayevskaya, της οποίας μέρος είμαστε και εμείς, έχει υποστηρίξει το ακριβώς αντίθετο εδώ και πολύ καιρό: η έλλειψη ενός κόμματος που διαμεσολαβεί ανάμεσα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και αυτά του κεφαλαίου είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα που έχουν οι αμερικανοί εργάτες. Ήδη αντιμετωπίζουν με μεγάλη δυσπιστία τα πολιτικά κόμματα, και δεν περιμένουν από τα κόμματα και τους πολιτικούς να λύσουν τα προβλήματα τους. Αυτό από μόνο του δεν φτάνει, αλλά σίγουρα είναι ένα πλεονέκτημα.

Πως μπορεί συνεπώς η αριστερά να βοηθήσει τους σημερινούς αγώνες από-τα-κάτω ενάντια σε απόπειρες να επιλυθεί η κρίση εις βάρος τους; Όχι προσπαθώντας να τους καθοδηγήσουν ή να τους χρησιμοποιήσουν, αλλά βοηθώντας τους. Το να εμπλακεί η εργατική τάξη σε έναν αυθεντικό διάλογο είναι απαραίτητο για να φτάσουν οι εργαζόμενοι από μόνοι τους σε ένα σημείο που θα τους επιτρέψει να οργανώσουν και να επανιδρύσουν μια νέα κοινωνία. Με αυτή την έννοια, το κάλεσμα του Husson για ένα πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει «μια γενική επεξήγηση του ταξικού περιεχομένου της κρίσης» προσφέρει ελάχιστα.

Δυστυχώς, είναι προφανές πως ο λόγος για τον οποίο τόσο αυτός όσο και ο Λαπαβίτσας υποστηρίζουν την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων εντός του σημερινού συστήματος είναι γιατί δεν θεωρούν πως είναι απαραίτητο να επανιδρυθεί η κοινωνία πάνω σε καινούριες, ανθρώπινες βάσεις. Το οικονομικό περιεχόμενο των μακροχρόνιων εναλλακτικών προτάσεων που δίνουν μοιάζει να είναι ένα μεταρρυθμισμένο καπιταλιστικό σύστημα πάνω στην βάση των αλλαγών που προτείνουν στα άρθρα τους, πιθανώς σε κάπως μεγαλύτερο βαθμό. Κανένας από τους δύο δεν υπονοεί καν την ιδέα πως, για να αποτραπεί η επανεμφάνιση μιας τέτοιας κρίσης, είναι απαραίτητο να υπερβούμε τους οικονομικούς νόμους που διέπουν τον καπιταλισμό καθώς και την κινητήρια δύναμη του συστήματος που είναι η επέκταση της «αξίας» (του αφηρημένου πλούτου). Παρόλο που τόσο ο Husson όσο και ο Λαπαβίτσας καταλαβαίνουν πως οι προτάσεις τους δεν είναι πολιτικά εφικτές σήμερα, μοιάζουν να υποστηρίζουν πως οι προτάσεις τους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εάν πραγματοποιούνταν, και πως ο καπιταλισμός μπορεί να μετατραπεί σε μια διαφορετική κοινωνία μέσω της αποτελεσματικής υιοθέτησης των προτάσεων που κάνουν.

Δεν έχουμε τον απαραίτητο χώρο για να απορρίψουμε αυτήν την τελευταία θέση. Μπορούμε όμως απλά να πούμε πως ακόμα και αν εφαρμόζονταν οι προτάσεις τους δεν θα επιλύαν την οικονομική κρίση ούτε και θα απέτρεπαν μελλοντικές κρίσεις. Στο βιβλίο ενός από εμάς (Α. Kliman) πάνω στις βαθύτερες αιτίες της Μεγάλης Ύφεσης, υποστηρίζεται πως η προς-τα-πάνω εισοδηματική αναδιανομή δεν είναι η αιτία της κρίσης, και πως μια προς-τα-κάτω αναδιανομή που μειώνει την κερδοφορία ακόμα περισσότερο θα έκανε τον καπιταλισμό ακόμα πιο ασταθή. Αυτό ισχύει επειδή ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που κινείται από το κέρδος –το κέρδος είναι το καύσιμο του. Αυτό που προκάλεσε την σημερινή κρίση δεν είναι ένα υψηλό ποσοστό κέρδους, αλλά η πτώση του ποσοστού κέρδους που ποτέ δεν κατάφερε να επανέλθει σε βιώσιμα επίπεδα.

Το βιβλίο υποστηρίζει επίσης πως η κρατικοποίηση των τραπεζών δεν «αντικατοπτρίζει ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα», όπως θα ήθελε να πιστεύει ο Λαπαβίτσας. Ακόμα και οι κρατικοποιημένες τράπεζες δεν θα μπορούσαν να προσελκύσουν κεφάλαια από ιδιωτικούς επενδυτές για να μπορέσουν να λειτουργήσουν. Για να προσελκύσουν τέτοια κεφάλαια, οι τράπεζες πρέπει να επενδύουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, όχι με στόχο να εξυπηρετήσουν ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα.

Τέλος, το βιβλίο υποστηρίζει πως ένας μεγαλύτερος έλεγχος πάνω στο κεφάλαιο είναι αναποτελεσματικός –εν μέρει επειδή οι καπιταλιστές πάντα θα βρουν τρόπους να τον αποφύγουν, και εν μέρει επειδή ο ο ίδιος αυτός ο έλεγχος οδήγησε στην οικονομική κρίση. Για τον Λαπαβίτσα, «η προστασία των καταθετών [και] η αποφυγή bank runs» (Σ.τ.Μ. η μαζική απόσυρση καταθέσεων) είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι τράπεζες πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο. Αλλά μια από τις μεγαλύτερες bank runs και κρίσεις του τραπεζικού συστήματος της ιστορίας συνέβη στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 στην Αμερική –ακριβώς λόγω των υπερβολικά αυστηρών ελέγχων πάνω στα επιτόκια που επιτρεπόταν να προσφέρουν οι τράπεζες, καθώς και στην ανικανότητα των «Κευνσιανών» πολιτικών να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο πληθωρισμό. Στο τέλος, οι μισές καταθέσεις της χώρας και ο πιστωτικός τομέας της οικονομίας κατέρρευσαν και ακολούθησε ένα τεράστιο bailout.

Έχει έρθει η ώρα να κοιτάξουμε πέρα από τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα και πέρα από το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα για να βρούμε λύσεις. Πιστεύουμε πως ο βασικός ρόλος της αριστεράς είναι να βοηθήσει τους εργαζόμενους να βρουν τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να συμβούν για να υπερβούμε τους οικονομικούς νόμους που διέπουν το κεφάλαιο και να εγκαθιδρύσουν μια ελεύθερη, και οικονομικά βιώσιμη κοινωνία, η οποία δεν θα υποτάσσεται στους συγκεκριμένους οικονομικούς νόμους. Οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στα προγράμματα αριστερών πολιτικών κομμάτων που προσπαθούν να αναγκάσουν το κεφάλαιο να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Το κείμενο “Two Peas in a Pod” μοιράστηκε κατά την διάρκεια της ομιλίας του Τσίπρα στο CUNY Graduate Center, τον Ιανουάριο του 2013. Δημοσιεύτηκε την ίδια εποχή και στο περιοδικό Borec (Ο αγωνιστής) της Σλοβενίας.

Για περισσότερα κείμενα της ομάδας μπορείτε και να επισκεφθείτε και τον ιστοσελίδα, With Sober Senses στην παρακάτω διεύθυνση: http://www.marxisthumanistinitiative.org/our-publication

February 1, 2013